Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΗΜΟΚΟΠΙΑ – ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ – ΨΕΥΔΟΣ – ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ

 «Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ αμοραλισμός κορυφώνεται κατά την προεκλογική κινητοποίηση των κομματικών μηχανισμών. Τα πάντα είναι θεμιτά για τον εγκλωβισμό των πολιτών: η δημαγωγία, η πανουργία, ο δόλος, η απάτη. Οι ηγετικές ομάδες εφαρμόζουν πάντοτε έναν ειδεχθέστατο κώδικα συμπεριφοράς. Από το 1855 τα «πολιτικά τζάκια» – μερικές οικογένειες που δημιούργησαν κομματική πελατεία – κερδίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία με δύο μεθόδους. Τη ρουσφετολογία κατά την περίοδο που νέμονται την εξουσία, τη βία και τη νοθεία κατά την εκλογική αναμέτρηση. Η νίκη, ιδία μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1946-1949 κερδιζόταν – κυρίως στην ύπαιθρο – με τον στρατό, τον χωροφύλακα και τις παρακρατικές οργανώσεις.
Για τη δημιουργία εκλογικής πελατείας χρειάζεται άφθονο χρήμα. Οι «πολιτευόμενοι» των κομμάτων εξουσίας το αντλούν από το δημόσιο ταμείο, οι εκτός εξουσίας από τα αποκτηθέντα κατά τη θητεία τους στη διαχείριση των κοινών, οι νεότευκτοι από την προσωπική περιουσία τους – όταν πρόκειται για οικονομικούς παράγοντες που επιδιώκουν δια μέσου της πολιτικής να επαυξήσουν την περιουσία τους.
Κι αν υπάρχουν έντιμοι και ανιδιοτελείς πολίτες που φιλοδοξούν να ασχοληθούν με τα κοινά και να υπερασπισθούν το δίκαιο και τη νομιμότητα εξουδετερώνονται από τους φαύλους ή παρασύρονται στο τέλμα. Γιατί, όπως παρατηρεί ο Πλάτων, ο χρηστός πολίτης όχι μόνο δεν βλέπει Θεού πρόσωπο με την ηθική του ακεραιότητα αλλά και απομονώνεται. Όλοι γύρω του, οικείοι και γνώριμοι, γίνονται εχθροί του αν αρνηθεί να προσφέρει παράνομες εκδουλεύσεις. Αντίθετα οι διεφθαρμένοι περιβάλλονται μόνο από φίλους[1].
Γενικά οι ολίγοι εξαχρειωμένοι πολιτικοί της εποχής μας θυμίζουν τον δημαγωγό που στιγματίζει ο Αθηναίος ρήτορας Ανδοκίδης. «Μας κολακεύει όλους μαζί και μας φτύνει έναν-ένα χωριστά»[2].
Οι «προεκλογικοί αγώνες» υπήρξαν πάντοτε αποθέωση της υποκρισίας, του ψεύδους και της απάτης. Πριν δύο περίπου χιλιετίες, ο Κικέρων, υποψήφιος ύπατος, παίρνει μια μακροσκελή επιστολή από τον αδερφό του Κουίντο – κρατικό αξιωματούχο – με συμβουλές για την τακτική που πρέπει να ακολουθήσει και ποιές μεθόδους να επιστρατεύσει κατά την προεκλογική εκστρατεία[3]. Πανουργίες, τεχνάσματα, διπλοπροσωπία, παραπλάνηση, σκηνοθεσίες, διαβουκόληση, αγυρτεία, δελεασμοί, υπουλότητα, θεατρινισμοί, μυθολογήματα. Ακριβώς όπως και στις σύγχρονες «δημοκρατίες».
Ο Κουίντος Κικέρων υποδεικνύει στον αδερφό του τελεσφόρους τρόπους ψηφοθηρίας. Όλα τα μέσα είναι θεμιτά και επιβεβλημένα. Και πρώτα-πρώτα να καλέσει όλους όσους έχουν κάποια υποχρέωση απέναντί του να δείξουν τώρα την ευγνωμοσύνη τους. Να τους πείσει πως αυτός είναι πάντοτε άνθρωπος της εξουσίας, πως βρίσκεται στο πλευρό των μεγάλων και των ισχυρών και το κυριότερο πως ουδέποτε αποζήτησε τις συμπάθειες του φτωχολαού – της πλέμπας.
Πώς πρέπει να συμπεριφέρεται στους προπαγανδιστές του; «Προσπάθησε να τους πείσεις ότι είσαι πρόθυμος να ικανοποιήσεις τις αξιώσεις τους. Αλλά να τους δώσεις να καταλάβουν πως θα παρακολουθείς προσεχτικά τη δράση τους και ότι θα αξιολογήσεις στο τέλος την προσφορά τους».
Δεν έχουν καμιά θέση οι ενδοιασμοί, οι ηθικολογίες και οι αμφιταλαντεύσεις. «Μπορείς κατά την προεκλογική εκστρατεία να κάνεις χωρίς ντροπή ό,τι δεν θα έκανες ποτέ στην καθημερινή ζωή, να επιδιώκεις την φιλία ανθρώπων που άλλοτε θα θεωρούσες αναξιοπρέπεια». Σε προεκλογική περίοδο όλα επιτρέπονται. Αν δεν έχεις πάρε-δώσε με κάθε λογής ανθρώπους, είσαι υποψήφιος για κλάματα, ένα τίποτα.
Πρέπει να επιλέγει σε κάθε περιοχή τους κατάλληλους πράκτορες – διαφημιστές. «Να τους μιλήσεις προσωπικά, να τους δέσεις με την υπόθεσή σου, έτσι που ν’ αγωνιστούν για σένα σαν να είναι οι ίδιοι υποψήφιοι». Τον συμβουλεύει να προσέχει τις δημόσιες εμφανίσεις του. Να συνοδεύεται πάντοτε από ανθρώπους όλων των τάξεων, αξιωμάτων και ηλικιών. Και το σπίτι ανοιχτό μέρα νύχτα. Να κουβεντιάζει φιλικά με όλους, να δείχνει ενδιαφέρον για καθένα χωριστά, έτσι που να νοιώθουν πως τους προσέχει και τους ξεχωρίζει.
Ευγένεια και ευπροσηγορία προς τους ψηφοφόρους. Αλλά δεν αρκούν αυτά. Χρειάζεται και κολακεία – blanditia. «Στην καθημερινή ζωή μπορεί αυτό να φαίνεται άθλιο και εξευτελιστικό, αλλά για τον υποψήφιο είναι απαραίτητο». Πρέπει να μεταμορφώνεται ανάλογα με τις περιστάσεις. «Να προσαρμόζεις το ύφος, τη φυσιογνωμία, τα λόγια σου στη σκέψη και τα αισθήματα των γύρω σου».
Οι δημόσιες εμφανίσεις του πρέπει να είναι επιβλητικές και πομπώδεις, να έχουν λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια και λαϊκό χρώμα. Κι ας μη λησμονεί ότι βρισκόμαστε στη Ρώμη. Πόλη γεμάτες παγίδες, όπου βασιλεύει η απάτη και η κάθε λογής αχρειότητα, όπου πρέπει να αντιμετωπίσεις την αυθάδεια, την προσβλητική αλαζονεία, την κακοήθεια, την καταφρόνηση, τον απεχθή χαρακτήρα και την ενοχλητική συμπεριφορά τόσων ανθρώπων.




[1] εκ δε του δημοσίου μηδέν ωφελείσθαι δια το δίκαιον είναι, προς δε τούτοις απέχθεσθαι τοις τε οικείοις και τοις γνωρίμοις, όταν μηδέν εθέλη αυτοίς υπηρετείν παρά το δίκαιον. Τω δε αδίκω πάντα τούτων ταναντία υπάρχει (Πολιτεία, 343e).  
[2] ώστε διατετέλεκεν αθρόους μεν ημάς κολακεύων, ένα δ’ έκαστον προπηλακίζων (Κατά Αλκιβιάδου, 16). 
[3] Comentariolum petitionis. Εγχειρίδιο προεκλογικής εκστρατείας Έκδ. Les Belles Letters, Paris 1969, Αλληλογραφία, τ, Α΄, ΧΙΙ. 

Η ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΜΕΤΡΟ ΑΝΤΙΛΑΪΚΟ, ΕΠΑΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΟ

Η χρηματοδότηση των κομμάτων, την οποίαν ψηφίζουν εθνοπατέρες σε μια περίοδο στέρησης αγαθών πρώτης ανάγκης, έλλειψης οικονομικών πόρων, οικονομικής ύφεσης και λιτότητας, ακόμα και απελπισίας των ανθρώπων, είναι ένα μέτρο που στρέφεται ευθέως κατά των λαϊκών συμφερόντων, είναι επαχθές γιατί επιβαρύνει τους φορολογουμένους, αλλά και συντεχνιακό γιατί σχετίζεται και εξυπηρετεί τα κόμματα. Ο τότε Υπουργός Οικονομικών κ. Γιαννίτσης, μας πληροφόρησε – «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 4/1/2012 –, ότι από το 2000 τα ελληνικά κόμματα χρηματοδοτήθηκαν από τον δημόσιο κορβανά με 655 εκατομμύρια ευρώ! Ακόμη ότι τραπεζικώς τα δύο κόμματα εξουσίας Πα.Σο.Κ. και ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ χρηματοδοτήθηκαν με 245 εκατομμύρια ευρώ!
Τα στοιχεία για την χρηματοδότηση των κομμάτων κατά τις εκλογές του 2012 αλλά και τα έτη 2010 και 2011, απέστειλε στην Βουλή ο υπουργός Εσωτερικών κ. Τ. Γιαννίτσης, προς απάντηση σχετικής ερωτήσεως του ανεξάρτητου βουλευτή κ. Ελευθερίου Αυγενάκη. Η εκλογική χρηματοδότηση του Πα.Σο.Κ. ήταν 3.084.772,47 ευρώ, της Νέας Δημοκρατίας ήταν 2.932.510,15 ευρώ, του ΚΚΕ 602.940,19 ευρώ, του ΛΑΟΣ 346.073,03 ευρώ, του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. 371.039,65 ευρώ και των Οικολόγων Πρασίνων 191.614,51 ευρώ.
Για το έτος 2010 το Πα.Σο.Κ. έλαβε 1.768.724,80 ευρώ, η Ν.Δ. 1.344.300,66 ευρώ, το ΚΚΕ 418.936,30 ευρώ, ο ΛΑΟΣ 356.412,18 ευρώ, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. 312.866,84 ευρώ και οι Οικολόγοι Πράσινοι 155.902,08 ευρώ.
Για το 2011 τα πολιτικά κόμματα ως οικονομική ενίσχυση για ερευνητικούς και επιμορφωτικούς σκοπούς δικαιούνται: το Πα.Σο.Κ. 1.941.547,36 ευρώ, η Ν.Δ. 1.517.818,04 ευρώ, το ΚΚΕ 466.526,6 ευρώ, ο ΛΑΟΣ 389.063,72 ευρώ, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. 347.366,00 ευρώ και οι Οικολόγοι Πράσινοι 160.769,72 ευρώ.
Για το 2013 η Ν.Δ. 2.984.428 ευρώ, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. 2.727.248 ευρώ, το Πα.Σο.Κ. 1.370.991 ευρώ, οι ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ 928.003 ευρώ, ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ 873.114 ευρώ, ΔΗΜΑΡ 814.176 ευρώ, ΚΚΕ 648.610 ευρώ, ΛΑΟΣ 230.396 ευρώ, ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ 230.396 ευρώ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΞΑΝΑ 109.135 ευρώ, ήτοι σύνολο 10.963.500 ευρώ.
Έχω δίκαιο να κραυγάζω δυνατά αίσχος κύριοι, αιδώς εθνοπατέρες του ελληνικού πολιτικού συστήματος παραλογισμού αποκορύφωμα. Οι φορείς της σπατάλης είναι τα κόμματα και οι βουλευτές. Το σύστημα δεν έχει και δεν γνωρίζει ούτε οικονομικούς, ούτε ηθικούς φραγμούς. Επίσης, ας λεχθεί ότι ο κ. Γ. Κοντογιάννης (κατά την αυτή εφημερίδα) διευκρίνισε ότι ο μέσος Πορτογάλος ετησίως, για τα εκεί κόμματα, καταβάλλει 0,86 ευρώ. Η αντίστοιχη κατά κεφαλήν δαπάνη μας απογειώνεται σε 5,8 ευρώ. Η μέχρι τώρα δράση των καθιερωμένων δυνάμεων προεικάζει και τη μελλοντική επίδοσή τους. Κυρίαρχο, επομένως, έτσι, το αίσθημα της απόγνωσης. Το μόνο παρήγορο: η σκοτεινότερη στιγμή είναι – ακριβώς – πριν την αυγή.    


Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η: Η ΕΜΠΡΑΚΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ

Κατά τον Keneth Minoque καθηγητή της πολιτικής επιστήμης στο London School of Economics, «πολιτική είναι η τέχνη της πλοήγησης του καραβιού – Κράτους» ενώ κατά τον Max Weber, τον γνωστό καθηγητή του Ρωμαϊκού Δικαίου στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου, του Μονάχου, της Χαϊδελβέργης και αλλού, «πολιτική είναι ο αγώνας για την κατάκτηση ή την διανομή της εξουσίας, για την άσκηση δηλαδή της νόμιμης βίας. Η πολιτική επιδιώκει την ισχύ, είτε ως μέσο για την εξυπηρέτηση κάποιου σκοπού είτε ως γόητρο, είτε χωρίς κανένα σκοπό – ή δύναμη για την δύναμη[1]». Και τι λογής αγώνας; Άγρια σύγκρουση κομμάτων και παρατάξεων, αντιπαράθεση με βίαιο λόγο και λαϊκισμό των μνηστήρων της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο που η γλώσσα της πολιτικής και των κομματικών αναμετρήσεων χρησιμοποιεί στρατιωτική ορολογία και πολεμικό ύφος.
Προεκλογική «εκστρατεία», εκλογική «μάχη», «έφοδος», «νίκη», «θρίαμβος», «πανωλεθρία», «καταποντισμός», «πανστρατιά», «εθελοντές», «νικητήριοι παιάνες», «βομβαρδισμοί» με συνθήματα, «βέλη», «μονομαχίες», «διαξιφισμοί», κλπ. Μας θυμίζει τα λόγια του Karl Von Klansevitz: «Ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», και του Μάο-Τσε-Τούγκ: «Η πολιτική είναι αναίμακτος πόλεμος και ο πόλεμος αιματηρή πολιτική[2]». Άλλωστε και στον καθημερινό λόγο «κάνω πολιτική», «πολιτεύομαι», σημαίνει υποκρίνομαι, εξαπατώ, δολιχοδρομώ, χρησιμοποιώ τεχνάσματα και πανουργίες, λαϊκίζω, καταφεύγω στο ψεύδος[3] και την υπουλότητα. Στον πολιτικό λόγο μάλιστα έχουν καθιερωθεί «όροι», όπως το «πολιτικό παιχνίδι», οι «κανόνες του παιχνιδιού», όροι ενδεικτικοί των απηχήσεων και αξιολογήσεων της πολιτικής.
Από τη φύση της η πολιτική είναι μια υπόθεση διόλου καθαρή. Συνοδοιπορεί πάντοτε με τον αμοραλισμό – την απουσία ηθικών αρχών – τον δόλο και την απάτη.
Ο Γάλλος συγγραφέας και πολιτικός Andre Malroux έγραφε με ωμή ειλικρίνεια: «Δεν ασχολείται κανείς με την πολιτική έχοντας ως γνώμονα την ηθική [4]». Και με ωμότερη ο Γάλλος συγγραφέας Henri de Montherlant: «Πολιτική είναι η επονείδιστη αρρώστια της ανθρωπότητας, ο καρκίνος της».
Οι μετέχοντες, οι αντίπαλοι, πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες του παιχνιδιού, του «τζόγου», και όχι με τις διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, τους θεσμούς που πλαισιώνουν το πολιτικό σύστημα, την ηθική, την εντιμότητα, την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα του χαρακτήρα.
Και πολιτικοί, σύμφωνα με τον ορισμό του C. Mondi – τον πληρέστερο – είναι το «πρόσωπο που εμπλέκεται δραστήρια σε αγώνα για την κυβερνητική εξουσία ή για κατάκτηση κάποιου αξιώματος και του οποίου η επιτυχία εξαρτάται από την εύνοια των άλλων και από την δική του ικανότητα να πείθει, να διαπραγματεύεται και να συμβιβάζεται[5]…». Κατά το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης, «πολιτικός είναι το άτομο που αναμιγνύεται στα κομματικά, τους πολιτικούς αγώνες, ή χρησιμοποιεί την πολιτική ως επάγγελμα ή επιχείρηση. Και με την κακή έννοια είναι εκείνος που εμπορεύεται την πολιτική[6].
Τέλος, κατά τον Max Weber, «οι πολιτικοί ορέγονται την εξουσία για να απολαύσουν τα παραφερνάλια της. Χρήμα και φήμη[7]». Για τον ίδιο τον πολιτικό εξουσία σημαίνει «γόητρο και λάφυρα», για τους οπαδούς ρουσφέτι, εκμετάλλευση, δηλαδή των πολιτών με τη μονοπώληση των κρατικών θέσεων. Μερικοί ζουν για την πολιτική, οι περισσότεροι από την πολιτική. Οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι υπηρετούν μια «υπόθεση», μια «ιδεολογία», για τους δεύτερους η πολιτική είναι επάγγελμα και πηγή εισοδήματος. Γενικά, η ενασχόληση με την πολιτική και υπό την ευρύτερη έννοια του όρου που καλύπτει όλες τις εκφάνσεις, σημαίνει νομή της εξουσίας και κυρίως εξασφάλιση και επαύξηση των περιουσιακών τους στοιχείων[8].
Άλλοτε, τα παλιά καλά χρόνια, η συμμετοχή στην πολιτική και γενικά σε όλες τις δραστηριότητες, η ανάμειξη στα κοινά σε ό,τι αφορά και ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο και η ανάληψη της διαχείρισης των κοινών, ήταν η ανταμοιβή της κοινωνικής προσφοράς του ατόμου, δια της ευδοκίμου ασκήσεως ενός επαγγέλματος, συνήθως επιστημονικού               – γιατρού, Δικηγόρου, καθηγητού πανεπιστημίου κλπ – με σεβασμό προς τα ανθρώπινα ιδανικά και τις παραδεδειγμένες αξίες της Αστικής τάξης, για εκείνο που αναγνωρίζονταν από τα άτομα και από την κοινωνία ως ωφέλιμο και καλό, από ηθική, πνευματική ή υλική άποψη και που χρησιμοποιείται ως μέτρο των πράξεων ή γίνεται αντικείμενο των επιδιώξεων του ανθρώπου. Πάντοτε δε υπό την προϋπόθεση ότι ο τιμώμενος παρέχει εχέγγυα αποδεδειγμένου ήθους, επάρκειας, ικανότητας και ευθυκρισίας[9].
Σήμερα, οι υποψήφιοι, αυτοί δηλαδή που επιδιώκουν να καταλάβουν ένα αξίωμα, μια θέση σε οποιοδήποτε πεδίο δράσης, χρίονται από ομάδες που εξυπηρετούν αποκλειστικά κομματικά ή άλλα δικά τους συμφέροντα, ή από πρόσωπα που συνδέονται μεταξύ τους με κοινά κομματικά, επαγγελματικά, συνδικαλιστικά και άλλα κοινά συμφέροντα. Και τα πολιτικά αξιώματα απονέμονται από τους αρχηγούς των κομμάτων. Με προσωπικά κριτήρια συμπαθειών ή κομματικών περγαμηνών, χωρίς τις αντικειμενικές διαδικασίες δια της επιλογής των αξιοτέρων και των καταλληλοτέρων. Έτσι, τις επιλογές του «ελέω Θεού» κληρονομικού Βασιλέως στη σημερινή κατ’ επίφαση Δημοκρατία αντικατάστησαν οι επιλογές του συχνά εκ κληρονομικής πολιτικής διαδοχής Αρχηγού, ή κατά Νομό ισχυρό τοπικό πολιτικό παράγοντα[10].
Οι αρχηγοί των κομμάτων επιλέγουν τους υποψηφίους βουλευτές, κατά το δοκούν. Ο Λαός έχει την ψευδαίσθηση ότι εκλέγει τους βουλευτές του. Στην πραγματικότητα όμως, εκλέγει από αυτούς, που έχει επιλέξει ο αρχηγός, οι κομματικές συντεχνίες, δηλαδή οι οργανωμένες ομάδες με κοινά επαγγελματικά κυρίως συμφέροντα, που επιδιώκουν συστηματικά την εξυπηρέτησή τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου και που έρχεται σε αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα και τα ΜΜΕ, καναλάρχες και ιδιοκτήτες μεγάλων δημοσιογραφικών συγκροτημάτων. Ο αρχηγός του κόμματος, ως Πρωθυπουργός, επιλέγει ακόμη και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που κατά το Σύνταγμα είναι ο Ανώτατος Άρχων της Χώρας. Δέχεται και προωθεί στο κόμμα του όσους συμπαθεί. Διαγράφει δε όσους αντιπαθεί ή τον ενοχλούν.
Δεν υπάρχουν διαδικασίες ελέγχου των αρχηγικών αποφάσεων, ούτε δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας οιασδήποτε κρίσης του Αρχηγού, ούτε όργανα επιβολής και τήρησης του Καταστατικού του Κόμματος. Ο Αρχηγός επιλέγει τα όργανα του κόμματος, τους Υπουργούς και τους αξιωματούχους της Πολιτείας ελεύθερα. Ουδείς μπορεί να τον υποχρεώσει να επιλέξει τους ικανότερους και καταλληλότερους, ή να αξιώσει την ύπαρξη έστω και ενός τυπικού πτυχίου. Επομένως, γιατί μόνο ο Βασιλιάς μπορούσε να κάνει Υπουργό και τον κηπουρό του;
Η δεξαμενή των επιτυχημένων σε επιστημονική και επαγγελματική δράση, από την οποία οι παλαιότεροι αρχηγοί κομμάτων αντλούσαν κατά κανόνα άξια και ικανά στελέχη, έχει αχρηστευθεί. Μοναδικά φυτώρια επιλογών ο κομματικός μηχανισμός, οι συντεχνίες και τα κλαμπ, και τα πανεπιστήμια. Ιδιαίτερο προσόν η σύμφωνη επιθυμία των βαρόνων της επικοινωνίας, δηλαδή των Μ.Μ.Ε. Οι πολιτικοί «ευέλπιδες» αρχίζουν την σταδιοδρομία τους από την κομματική νεολαία. Και μπορούν να φθάσουν μέχρι την αρχηγία. Δεν απαιτείται άσκηση επαγγέλματος. Όσοι, όμως, διέλθουν από αυτό, πρέπει να αναδειχθούν στις «κλαδικές» και τις «τοπικές» επιτροπές, ώστε να διεκδικήσουν στη συνέχεια θέση στην Κεντρική Επιτροπή ή τη Βουλή.
Με άλλα λόγια, ακολουθείται το πρότυπο της εξέλιξης των κομματικών στελεχών της σταλινικής Ρωσίας. Το αντέγραψε ο Ανδρέας Παπανδρέου και το υιοθέτησε η Νέα Δημοκρατία. Παλαιότερα ήταν δύσκολο ένας πολίτης να διανοηθεί να διεκδικήσει βουλευτικό αξίωμα, αν δεν είχε κοινωνική ή εθνική προσφορά. Από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου, όμως, άλλαξε ο τρόπος επιλογής των βουλευτών. Εισήλθαν στη Βουλή και τις Κυβερνήσεις, ακόμη και αφισοκολλητές, συγκεντρωσιάρχες, συνδικαλιστές και άλλοι χωρίς καμία κοινωνική προσφορά και θετικές ιδιότητες όπως ψυχική και πνευματική καλλιέργεια.
    Με αυτά τα δεδομένα, είναι φυσικό ο κρατικός μηχανισμός να είναι αναποτελεσματικός. Οι υπουργοί να ενδιαφέρονται όχι για την ουσιαστική απόδοση του τομέα που διευθύνουν, αλλά μόνον για τις επιδοκιμασίες των διαμορφωτών της κοινής γνώμης και του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος. Πολλές ανεξάρτητες Αρχές ή ποικιλώνυμες νεότευκτες υπηρεσίες, που απομυζούν τον κρατικό προϋπολογισμό, να μην προσφέρουν στο Λαό τις υπηρεσίες, για τις οποίες συστήθηκαν.
Οι μάνατζερς των επιχειρήσεων λαμβάνουν τις αναγκαίες αποφάσεις, με ταχύτητα, για να έχουν τα καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα και να μένουν στη θέση τους. Οι κυβερνήτες του Κράτους όμως, αν και αυτό είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, δεν τολμούν να αντικαταστήσουν ούτε τους φαιδρούς ή ανεπαρκείς.
Ούτε λόγος για αλλαγή του συστήματος. Αντιθέτως η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων και ο μύθος της ανάγκης διασφάλισης ισχυρής, μονοκομματικής κυβέρνησης, διαιωνίζει την αντιδημοκρατική διακυβέρνηση της χώρας και με το 36 % - 43% των ψήφων. Ουδείς αποτολμά να υψώσει διάφορο ή εξυγιαντικό πολιτικό λόγο. Γιατί γνωρίζει ότι το σύστημα θα τον περιθωριοποιήσει, θα τον συντρίψει.
Κατά τα άλλα, η παράβαση του νόμου ή του Συντάγματος έπαυσε να είναι αδίκημα για τους Υπουργούς, η δε κατασπατάληση των κομμάτων και ο σφετερισμός του δημοσίου χρήματος εύκολα υποκύπτουν στην παραγραφή του νόμου περί ευθύνης Υπουργών. Το χάρισμα δανείων οικεία βουλήσει και κατά την αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη κρίση των βουλευτών σε, Συνεταιρισμούς, πλούσιους επιχειρηματίες, ΠΑΕ, ποδοσφαιριστές και άλλα πρόσωπα με μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία, δεν αποτελεί ούτε ποινικό, ούτε αστικό αδίκημα. Η αυθαιρεσία των βουλευτών στη διάθεση του δημοσίου χρήματος, στο χρήμα του μοχθούντος Έλληνα φορολογούμενου δεν υπόκειται σε έλεγχο! Στο αποκορύφωμα η φαυλότητα. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Πολιτικοί, για τους οποίους ο λαός βοά, προκαλούμενος από τον αδικαιολόγητα πολυτελή βίο τους, απολαύουν τιμών υπό την ιαχή: «Μηδενική ανοχή στη διαφθορά».

 







[1] Η πολιτική ως επάγγελμα, ελλ. μετ., σελίδα 73, 97.
[2] Στο έργο του «Περί του παρατεταμένου πολέμου».
[3] Carnets, έκδ. Gallimard.
[4] L’esproir: (έκδ. Gallimard).
[5] A. Dictionary of the Social Sciences, New York 1964.
[6] The Oxford English Dictionary.
[7] Και SEX. Πάνος Κρίκης.
[8] Υπάρχουν και εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν αναιρούν τον κανόνα.
[9] Πάντοτε με τις εξαιρέσεις από τον κανόνα.
[10] Για παράδειγμα, ο τοπικός παράγοντας της Ν. Δ. ήταν ο Κ. Σημαιοφορίδης και του ΠΑΣΟΚ ο    Φ. Πετσάλνικος